- επισυνείρω
- ἐπισυνείρω (Α)συνδέω, συνενώνω πολλά μαζί σ’ ένα σύνολο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνείρω «συνάπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπισυνείρω — Μ συναρμόζω, συνδέω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισυνείρω «συνάπτω, συνδέω»] … Dictionary of Greek